προχείριον

προχείριον
προχείρ-ιον, τό,
A hand-bag or -box, hold-all, PTeb.413.10 (ii/iii A.D.): pl., POxy. 741.14 (ii A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προχείριον — τὸ, Α μικρό σακκίδιο ή κουτάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόχειρος + κατάλ. ιον] …   Dictionary of Greek

  • πρόχειρος — η, ο / πρόχειρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται μπροστά, δίπλα ή κοντά στα χέρια κάποιου, αυτός τον οποίο μπορεί κανείς εύκολα να πιάσει και να χρησιμοποιήσει (α. «δώσε μου το ψαλίδι, αν το έχεις πρόχειρο» β. «ἔβαλλον λίθοις καί... ἀκοντίοις, ὡς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”